- λωλαίνω
- λώλανα, λωλάθηκα, λωλαμένος, τρελαίνω κάποιον, γίνομαι πολύ ενοχλητικός για τους άλλους: Με λώλανε το γάβγισμα του σκύλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λωλαίνω — λωλαίνω, λώλανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λωλαίνω — και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός] 1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω 2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος») 3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το… … Dictionary of Greek
λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα … Dictionary of Greek
λωλαμός — ο [λωλαίνω] λώλαμα, ξεμώραμα … Dictionary of Greek
ξελωλαίνω — αποτρελαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λωλαίνω] … Dictionary of Greek